- προσυφάπτω
- προσυφ-άπτω,A fix on beneath, Theo Sm.p.180 H. ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσυφάπτω — Α (συν. το παθ.) προσυφάπτομαι δένομαι, στερεώνομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφάπτομαι «δένομαι, σφίγγομαι»] … Dictionary of Greek